Αν τα δεινά είχαν διεύθυνση, θα μπορούσε να ήταν η οδός αλ-Ρασίντ, στην Ταΐζ, μια πόλη της Υεμένης που περιβάλλεται από βουνά και αντάρτες μαχητές Χούτι. Σε αυτό το στενό δρόμο των προχειροφτιαγμένων σπιτιών, οι νέοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από μια σκληρή σύγκρουση που ο κόσμος τείνει να ξεχάσει.
Ένα μικρό αγόρι με σγουρά μαλλιά περπατά στον γεμάτο λακκούβες δρόμο με τα δεκανίκια του. Ο Μπάντερ αλ-Χαρμπί είναι μόλις επτά ετών, λίγο νεότερος από τον πόλεμο της Υεμένης. Το δεξί του πόδι έχει ακρωτηριαστεί πάνω από το γόνατο. Το σύνθημα στο μπλουζάκι του γράφει «Sport».
Στην πίσω αυλή του οικογενειακού του σπιτιού, ο Μπάντερ κάθεται σε κάτι τσιμεντόλιθους με το ακρωτηριασμένο πόδι του εκτεθειμένο. Το πόδι που του έχει απομείνει δεν έχει παπούτσι. Ο μεγάλος του αδερφός Χασίμ είναι στο πλευρό του και μοιράζεται το δράμα του.
Το δεξί πόδι του Χασίμ έχει παραμορφωθεί και του λείπει ένας μεγάλος δάκτυλος. Κουνάει ασταμάτητα τα χέρια του σαν να προσπαθεί να τρίψει τις ουλές.
Τα αγόρια χτυπήθηκαν από βομβαρδισμούς των Χούτι το πρωί του περασμένου Οκτωβρίου καθώς επέστρεφαν από το σχολείο, σύμφωνα με τον πατέρα τους. Έκτοτε δεν έχουν επιστρέψει στα μαθήματά τους.
«Όλα άλλαξαν τελείως», λέει. «Δεν παίζουν πλέον έξω με άλλα παιδιά. Είναι ανάπηρα. Φοβούνται και έχουν ψυχολογικά προβλήματα».
Με μια φωνούλα που ακούγεται νεότερη από τα εννέα του χρόνια, ο Χασίμ λέει ότι θα ήθελε να επιστρέψει στο σχολείο.
«Θέλω να σπουδάσω και να μάθω», λέει. Και ο Μπάντερ συμπληρώνει ότι κι αυτός θέλει να πάει σχολείο, όμως ρωτάει, «Μα μου έκοψαν το πόδι, πώς να πάω;».
Ο πατέρας τους λέει ότι δεν έχουν εγγραφεί για την επόμενη σχολική χρονιά γιατί δεν έχει χρήματα για μεταφορά.
«Αν και φοβόμαστε, δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να ζήσουμε πουθενά αλλού», είπε, μιλώντας στη ρεπόρτερ του BBC, «γιατί το ενοίκιο θα ήταν μεγαλύτερο. Άρα, είμαστε αναγκασμένοι να μείνουμε εδώ, είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε».
Αυτό που ξεκίνησε ως εμφύλιος πόλεμος τροφοδοτήθηκε από εκείνους που υποστηρίζουν δυο αντίπαλες πλευρές. Η σουνιτική Σαουδική Αραβία υποστηρίζει την κυβέρνηση της Υεμένης, όσο αδύναμη κι αν είναι. Το Σιιτικό Ιράν υποστηρίζει το κίνημα των Χούτι, επίσημα γνωστό ως Ανσάρ Αλλάχ (ή Υποστηρικτές του Θεού).
Τον Σεπτέμβριο του 2014, οι Χούτι κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Υεμένης, τη Σαναά, εκδιώκοντας την κυβέρνηση. Την επόμενη άνοιξη, ένας συνασπισμός υπό τη Σαουδική Αραβία παρενέβη, με την υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ.
Οι Σαουδάραβες υποσχέθηκαν μια γρήγορη επιχείρηση για την αποκατάσταση της κυβέρνησης στην εξουσία. Δεν έγινε καθόλου έτσι.
Οκτώ χρόνια, και χιλιάδες αεροπορικές επιδρομές του συνασπισμού αργότερα, οι Χούτι εξακολουθούν να κατέχουν την πρωτεύουσα. Οι Σαουδάραβες θέλουν τώρα ένα γρήγορο τέλος – στρατιωτικά τουλάχιστον.
Όμως στην πρώτη γραμμή στην Ταΐζ, ο Μπάντερ και ο Χασίμ ακόμα κοιμούνται και ξυπνούν υπό τον ήχο του πολέμου.
«Ακούω εκρήξεις», λέει ο Μπάντερ, «και υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές. Πυροβολούν συνέχεια στη γειτονιά. Αισθάνομαι ότι μπορεί να γίνει μια έκρηξη κοντά μου ή το σπίτι να ανατιναχτεί».
Μερικά βήματα πιο πέρα, στο διπλανό σπίτι, μια άλλη παιδική ηλικία έχει γίνει κομμάτια.
Είναι ο Αμίρ, ένα τρίχρονο παιδί, σιωπηλό και σκυθρωπό. Στη θέση του δεξιού του ποδιού υπάρχει ένα μεταλλικό προσθετικό. Ο πατέρας του, Σαρίφ αλ-Αμρί, τον βοηθά να σταθεί, σκύβοντας συχνά για να φιλήσει το μέτωπό του.
Ο Αμίρ ακρωτηριάστηκε την ίδια μέρα με τον Μπάντερ και τον Χασίμ – λίγες μόνο ώρες αργότερα.
Ήταν σε ένα συγγενικό σπίτι απέναντι από το δρόμο όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, σκοτώνοντας τόσο τον θείο του όσο και τον εξάχρονο ξάδερφό του. Ο Αμίρ επέζησε αλλά έχει τραύματα στη μνήμη.
Καθώς ο Σαρίφ εκφράζει με λόγια τον πόνο του γιου του, ο Αμίρ γνέφει κλειδωμένος στην αγκαλιά του.
«Θυμάται κάθε στιγμή μετά τον βομβαρδισμό μέχρι να φτάσει στο νοσοκομείο. Λέει, “Αυτό συνέβη στον θείο μου και αυτό συνέβη στον ξάδερφό μου”. Μιλάει για τον καπνό και το αίμα που είδε. Όταν βλέπει παιδιά να παίζουν στεναχωριέται πολύ και λέει, “Δεν έχω πόδι”».
Κάθε σπίτι σε αυτόν τον δρόμο έχει το δικό του μέτρο φόβου. Ο Μουνίρ έχει το μεγαλύτερο απ’ όλους. Ο πατέρας τεσσάρων παιδιών μένει σε ένα δρομάκι, στο σπίτι της οικογένειάς του, που βρίσκεται ακριβώς στη γραμμή των πυρών. Οι ένοπλοι Χούτι είναι τόσο κοντά όσο και οι γείτονές του – περίπου 20-30 μέτρα μακριά.
«Ένας ελεύθερος σκοπευτής είναι μπροστά μας», λέει ο Μουνίρ, σκύβοντας δίπλα στο παράθυρο του σαλονιού του. «Μπορώ να τον δω τώρα αν ανοίξω το παράθυρο. Αν πας έξω στον κήπο, θα πυροβολήσει. Ζούμε με φόβο εδώ στην Ταΐζ. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πότε θα χτυπηθούν από πύραυλο ή ελεύθερο σκοπευτή. Αν θέλει ο Θεός θα επικρατήσει ειρήνη και η Υεμένη θα ξαναγίνει σπουδαία».
Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Μοχάμεντ, είναι ένας 14χρονος σε αναπηρικό καροτσάκι. Όταν το σχολείο του βομβαρδίστηκε, οι άλλοι μαθητές τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντάς τον πίσω. Τώρα ανησυχεί γιατί, αν χτυπηθεί το σπίτι του, η οικογένειά του μπορεί να πληγωθεί προσπαθώντας να τον σώσει.
Για περισσότερες από 3.000 ημέρες η Ταΐζ ήταν ένα πεδίο μάχης μεταξύ της κυβέρνησης και των δυνάμεων των Χούτι. Και οι νέοι δεν γλίτωσαν.
Ένας τοπικός γιατρός είπε ότι από το 2015, έχει περιθάλψει περίπου 100 παιδιά, ακρωτηριασμένα από βομβαρδισμούς, νάρκες και πυρομαχικά που δεν έχουν εκραγεί.
Τα παιδιά που ακρωτηριάστηκαν και σκοτώθηκαν στην Ταΐζ όλα αυτά τα χρόνια ήταν θύματα τόσο των Χούτι, όσο και των αεροπορικών επιδρομών του συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία. Στα πρώτα χρόνια του πολέμου κάποια σκοτώθηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Όλες οι πλευρές έχουν αίμα στα χέρια τους.
Δεν είναι ολοκληρωτικός πόλεμος, δεν είναι ούτε ειρήνη
Η σύγκρουση στην Υεμένη βρίσκεται τώρα σε ύφεση – μετά την εκεχειρία με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ πέρυσι που κράτησε για έξι μήνες. Δεν είναι πλέον ολοκληρωτικός πόλεμος, αλλά ούτε και ειρήνη.
Η πείνα απειλεί επίσης τα παιδιά της Υεμένης. Έχει επιδεινωθεί από τη σύγκρουση που κατέστρεψε τα μέσα διαβίωσης, ανέβασε τις τιμές, εκτόπισε περισσότερους από τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους και έκλεισε τις μισές εγκαταστάσεις υγείας στη χώρα.
Σχεδόν 500.000 παιδιά της Υεμένης κάτω των πέντε ετών υποφέρουν από σοβαρό οξύ υποσιτισμό και αγωνίζονται να επιβιώσουν, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ).
Για τον μικρό Αβάμ, υπάρχει μια ακόμη απειλή. Οι εξετάσεις δείχνουν ότι μπορεί να έχει λευχαιμία και μπορεί να χρειαστεί μακροχρόνια θεραπεία.
Το να κρατήσει ο πατέρας του τον έναν γιο στο νοσοκομείο σημαίνει ότι ρισκάρει τα άλλα παιδιά του να πεινάσουν στο σπίτι. Τον παίρνει πίσω στη Μόκα την επόμενη μέρα. Λέει στους γιατρούς ότι θα προσπαθήσει να κερδίσει περισσότερα χρήματα για να τον φέρει πίσω.
Χρειάστηκε να ξοδέψει 10 ημέρες κερδίζοντας τα χρήματα για να πληρώσει το ταξίδι από το σπίτι τους στο φιλανθρωπικό σουηδικό νοσοκομείο της Υεμένης, στο λιμάνι Μόκα της Ερυθράς Θάλασσας. Το ταξίδι κόστισε 20.000 ριάλ Υεμένης, που ισοδυναμεί με 14 δολάρια.
Οι γιατροί λένε ότι δέχονται πολλούς ασθενείς από την πόλη που κάποτε φημιζόταν για το εμπόριο καφέ της, τώρα πλημμυρισμένη από εκτοπισμένες οικογένειες.
Σε ολόκληρη τη χώρα, οι οργανώσεις βοήθειας μειώνονται. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ έχει ήδη κάνει μεγάλες περικοπές. Λέει ότι θα πρέπει να σταματήσει τις προμήθειες τροφίμων για τρία έως πέντε εκατομμύρια ανθρώπους έως τα μέσα Σεπτεμβρίου, εκτός εάν εισέλθουν περισσότερα χρήματα.
Καθώς οι ξένοι δωρητές διστάζουν, τα παιδιά της Υεμένης παλεύουν για ζωή.
Ο πόλεμος, η πείνα και η φτώχεια είναι συνυφασμένα εδώ. Τα παιδιά της Υεμένης μπορεί να ξεφύγουν από το ένα και να πέσουν θύματα των άλλων.
Τώρα κινδυνεύουν από διεθνή παραμέληση. Περισσότερο από ποτέ οι Υεμενίτες φοβούνται ότι είναι εύκολο να ξεχαστούν. Τα δεινά της Ουκρανίας είναι πιο κοντά στις πατρίδες πολλών δυτικών εθνών, παρά η φρίκη στην Αραβική Χερσόνησο, αναφέρει το δημοσίευμα του BBC.
Και συμφωνούμε. Χτες όλοι έγραφαν για τα ακρωτηριασμένα θύματα του πολέμου στην Ουκρανία. Τα ακρωτηριασμένα παιδιά της Υεμένης, τώρα είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Με πληροφορίες από BBC